"Βυθίστηκαν" τα deals των εμπορικών ακινήτων στην Ευρώπη το α' τρίμηνο
"Βυθίστηκαν" τα deals των εμπορικών ακινήτων στην Ευρώπη το α' τρίμηνο

"Βυθίστηκαν" τα deals των εμπορικών ακινήτων στην Ευρώπη το α' τρίμηνο

Στα χαμηλά επίπεδα από το 2011 σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η MSCI Real Assets.
Ειρήνη Θεοφανίδου
26.04.2024

Ακόμη χαμηλότερα έριξε τον κλάδο των εμπορικών ακινήτων στην Ευρώπη η αύξηση του κόστους δανεισμού με τις συμφωνίες που έκλεισαν να βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2011.

Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η MSCI Real Assets και δημοσιεύει το πρακτορείο Bloomberg το σύνολο των συμφωνιών για το α' τρίμηνο άγγιξαν τα €34,5 δισ. καταγράφοντας μείωση κατά 26% σε σύγκριση με τα ήδη υποτονικά επίπεδα ένα χρόνο νωρίτερα. Αυτό σηματοδότησε την έβδομη διαδοχική τριμηνιαία πτώση, καθώς η αβεβαιότητα σχετικά με το πότε θα ξεκινήσει η μείωση των επιτοκίων συνεχίζει να δημιουργεί αμφιβολίες και να "παγώνει" τις συμφωνίες μεταξύ αγοραστών και πωλητών.

Χαρακτηριστικό της κατάστασης στον κλάδο των εμπορικών ακινήτων είναι πως ο τομέας των γραφείων που αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς οδήγησε την πτώση στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, με όγκους μειωμένους κατά 45%. Μάλιστα σύμφωνα με τον MSCI τα στοιχεία για το Παρίσι ήταν ιδιαίτερα ζοφερά αφού κατέγραψε το χειρότερο τρίμηνο για πωλήσεις γραφείων στην ιστορία του κλάδου, με μόλις 8 συμφωνίες συνολικής αξίας κάτω των €500 εκατ.

Τα υψηλότερα επιτόκια προκάλεσαν απότομη διόρθωση στην ευρωπαϊκή αγορά του real estate, η οποία επιδεινώθηκε από τις αλλαγές στον εργασιακό κλάδο και τις αυξανόμενες περιβαλλοντικές απαιτήσεις που επιβαρύνουν ιδιαίτερα το παλαιότερο στοκ. Αλλά με τα επιτόκια να αναμένεται να μειωθούν εντός των επόμενων μηνών, την στιγμή που και ο πληθωρισμός αρχίζει να υποχωρεί, πολλοί επίδοξοι πωλητές ελπίζουν ότι οι τιμές θα αρχίσουν να ανακάμπτουν σύντομα.

«Μετά από ένα πολύ αργό 2023, υπήρχαν ελπίδες ότι οι ευρωπαϊκές επενδύσεις σε ακίνητα θα άρχιζαν να αυξάνονται το πρώτο τρίμηνο του 2024», δήλωσε ο Tom Leahy, επικεφαλής της έρευνας του κλάδου ακινήτων της MSCI. «Αλλά η συνεχής και μερικές φορές οδυνηρή αναπροσαρμογή στο τέλος των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων σημαίνει ότι η αγορά παραμένει ένα δύσκολο μέρος για deals».

european-CRE-investment.jpg

Ενώ οι περισσότεροι πωλητές έμειναν προσκολλημένοι στις οπισθοδρομικές λογιστικές τους αξίες και αντιστάθηκαν στις μειώσεις τιμών, ορισμένοι δεν είχαν άλλη επιλογή λόγω των ληξιπρόθεσμων δανείων και υποχρεώσεων. Αυτό σταδιακά δημιούργησε αρκετά στοιχεία συναλλαγών για να ωθήσει τις αξίες χαμηλότερα, αυξάνοντας τις προσδοκίες ότι η αγορά θα βρει σύντομα ένα κατώτατο όριο και ότι οι όγκοι μπορεί να αρχίσουν ξανά να αυξάνονται.

Το μοντέλο του MSCI διαπίστωσε ότι υπάρχει ακόμα ένα χάσμα 20% μεταξύ των ζητούμενων τιμών για τα γραφεία στο Λονδίνο και των αξιών που έχουν επιτύχει οι ολοκληρωμένες συμφωνίες. Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι δύο σημαντικές συμφωνίες ακινήτων, συνολικού ύψους £436 εκατ. απέτυχαν στην αρχή του έτους, καθώς οι πωλητές επέλεξαν να περιμένουν εν μέσω αναμενόμενων μειώσεων των επιτοκίων αργότερα μέσα στο έτος. 

Μια συμφωνία που αφορούσε σε ένα συγκρότημα γραφείων 12 ορόφων στο Canary Wharf βγήκε... εκτός από τη λίστα για πώληση από τους ιδιοκτήτες του τον περασμένο μήνα. Το ακίνητο, γνωστό ως 5 Churchill Place που κάποτε μίσθωνε η επενδυτική τράπεζα Bear Stearns, τέθηκε προς πώληση από τους Κινέζους ιδιοκτήτες του, Cheung Kei Group. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις με τον ισραηλινό όμιλο ακινήτων Ariomori, σύμφωνα με πληροφορίες με σημαντική έκπτωση, έχουν σταματήσει καθώς οι τράπεζες που συνδέονται με την κινεζική εταιρεία αναμένουν να πέσουν οι τιμές. Ιδια κατάληξη έχει και μια συμφωνία £240 εκατ. από ένα κορεατικό επενδυτικό ταμείο για το γνωστό ακίνητο "20 Old Bailey", με την Mirae Asset Global Investments να επιλέγει την αναχρηματοδότηση και μια πιθανή μελλοντική πώληση.

Στοιχεία από την εταιρεία πληροφοριών CoStar που δημοσίευσε αποκλειστικά ο ιστότοπος City A.M., αποκάλυψαν ότι οι επενδύσεις στον κλάδο των γραφείων του Ηνωμένου Βασιλείου περίπου £2,3 δισ. μειώθηκαν κατά 42% από έτος σε έτος, εν μέρει λόγω αυτών των συμφωνιών που κατέρρευσαν.