Τα στελέχη του ενεργειακού κλάδου και οι στόχοι για μηδενικό Co2
Τα στελέχη του ενεργειακού κλάδου και οι στόχοι για μηδενικό Co2

Τα στελέχη του ενεργειακού κλάδου και οι στόχοι για μηδενικό Co2

Τι δείχνει η τρίτη ετήσια μελέτη της Bain & Company.
RE+D magazine
07.08.2023

Τα στελέχη των εταιρειών του ενεργειακού κλάδου είναι ιδιαίτερα φιλόδοξα ως προς την επίτευξη των στόχων τους για μηδενικές εκπομπές άνθρακα, αναμένουν όμως βραχυπρόθεσμα μια επιβράδυνση του ρυθμού απαλλαγής από τον άνθρακα λόγω των αναταραχών στην αγορά ενέργειας.

Σύμφωνα με την μελέτη της Bain & Company τον προηγούμενο χρόνο, για να καλυφθεί η έλλειψη σε φυσικό αέριο προερχόμενο από τη Ρωσία, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αυξήθηκε η παραγωγή ενέργειας μέσω λιγνήτη. 

Την ίδια στιγμή, πολλοί παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι θα επέλθει μια ακόμα αλλαγή στην έμφαση που θα δοθεί στις διάφορες πηγές ενέργειας εξαιτίας της έλλειψης εναλλακτικών λύσεων και του υψηλού κόστους τα επόμενα χρόνια.

Η Bain & Company απευθύνθηκε σε περισσότερα από 600 στελέχη του κλάδου ενέργειας και φυσικών πόρων παγκοσμίως και αξιολόγησε τις απόψεις τους σχετικά με την πρόοδο της ενεργειακής μετάβασης, τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες τους διαχειρίζονται τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, και ποια εμπόδια προβλέπουν στο άμεσο μέλλον. Αισιοδοξία του κλάδου για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας Παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση στην υλοποίηση των περιβαλλοντικών στόχων, τα στελέχη είναι σχετικά αισιόδοξα σχετικά με την ικανότητα των επιχειρήσεων να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα. 

Οι περισσότερες εταιρείες πιστεύουν ότι προπορεύονται έναντι των ανταγωνιστών τους αναφορικά με τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, ενώ για δεύτερη συνεχή χρονιά, οι συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι έως το 2057, οι εκπομπές άνθρακα θα μπορούσαν να έχουν μηδενιστεί. Ειδικότερα, οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι αναμένουν σταδιακές μειώσεις των εκπομπών μέχρι το 2030, ώστε να επιτευχθούν οι τρέχουσες δεσμεύσεις των επιχειρήσεων, ενώ από το 2030 έως το 2057, ο ρυθμός μείωσης προβλέπεται να αυξηθεί. 

Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, για να επαληθευθεί αυτό το σενάριο, θα πρέπει οι επιχειρήσεις να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους βιωσιμότητας, όπως η αύξηση των επενδύσεων σε μορφές καθαρής ενέργειας, από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια που είναι σήμερα σε 4 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2030.

Επενδύοντας σε νέους τομείς ανάπτυξης

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 2023 οι εταιρείες αναμένεται να επενδύσουν σχεδόν το ένα τέταρτο του διαθέσιμου κεφαλαίου τους σε νέους αναπτυσσόμενους τομείς, πολλοί εκ των οποίων δίνουν έμφαση σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Σχετικά με τη χρηματοδότηση, οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι δεν ανησυχούν για την πρόσβαση σε κεφάλαια που θα διοχετευθούν σε πολιτικές μείωσης των εκπομπών. Ειδικότερα, μόνο το 20% εξ αυτών εξέφρασε σημαντικές ανησυχίες για την πρόσβαση σε κεφάλαια. Ωστόσο, οι περισσότεροι ανησυχούν για τη διασφάλιση επαρκών αποδόσεων για τις επενδύσεις σχετικά με την απανθρακοποίηση, καθώς το 80% θεωρεί ότι η ικανότητα δημιουργίας ικανοποιητικών αποδόσεων αποτελεί βασικό τροχοπέδη για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα. Αυτό οφείλεται στην απροθυμία για επενδύσεις σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργηθούν οικονομίες κλίμακας που θα καθιστούν τις επενδύσεις σε ΑΠΕ συγκριτικά πιο συμφέρουσες. Για να το αντισταθμίσουν αυτό, οι εταιρείες προσβλέπουν στις κυβερνήσεις για να εφαρμόσουν συγκεκριμένες πολιτικές που θα ευνοήσουν την επένδυση σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα.

Γεωγραφικές ιδιαιτερότητες 

Ενώ η κυβερνητική πολιτική και οι αδειοδοτήσεις παραμένουν τα κυρίαρχα εμπόδια για την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με χαμηλές εκπομπές άνθρακα στον κλάδο της ενέργειας, η μελέτη της Bain Company αναδεικνύει κάποιες ιδιαιτερότητες ανάλογα με την  γεωγραφική περιοχή που δραστηριοποιείται η κάθε επιχείρηση. Για παράδειγμα, πολλά από τα στελέχη επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρώπη, επιρρίπτουν ευθύνες στις κυβερνήσεις για έλλειψη νομοθετικών πρωτοβουλιών που θα ευνοούν τις επενδύσεις (61% το 2023 έναντι 36% το 2022) ενώ λιγότερα στελέχη στη Βόρεια Αμερική απέδωσαν παρόμοια ευθύνη (50% έναντι 59%), δείχνοντας πιθανώς τις επιπτώσεις του IRA (Inflation Reduction Act). Την ίδια στιγμή, τα στελέχη από τις περιοχές της Ασίας και του Ειρηνικού θεωρούν ότι η έλλειψη τεχνολογιών αποτελεί το σημαντικότερο εμπόδιο.

Κρίσιμες τεχνολογίες 

Για τις εταιρείες του κλάδου ενέργειας, η αξιοποίηση των Α.Π.Ε., της τεχνητής νοημοσύνης (AI) και η αποθήκευση ενέργειας αποτελούν τις πιο κρίσιμες τεχνολογικές παρεμβάσεις για το διάστημα έως το 2030. Τα στελέχη επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή είναι ιδιαίτερα αισιόδοξα για τις τεχνολογίες δέσμευσης υδρογόνου και άνθρακα, αλλά τα στελέχη στις υπόλοιπες γεωγραφικές περιοχές αναμένουν ότι αυτές οι τεχνολογίες θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αξία μετά το 2030. Αναζητώντας ταλαντούχα ανθρώπινο δυναμικό στους τομείς της παραγωγής και της τεχνολογίας. Το χτίσιμο οργανωτικών δομών και η εύρεση ταλαντούχων στελεχών αποτελούν πολύ σημαντικές προκλήσεις για την ανάπτυξη επιχειρήσεων με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Τα ταλαντούχα στελέχη στους τομείς της ψηφιακής τεχνολογίας και της πληροφορικής είναι περιζήτητα σε όλους τους κλάδους και τις γεωγραφικές περιοχές. Αυτό επιβεβαιώνει και η μελέτη της Bain, σύμφωνα με την οποία, περίπου το 60% των στελεχών αναμένουν ότι έως το 2023, οι ψηφιακές τεχνολογίες και η τεχνητή νοημοσύνη θα αλλάξουν σημαντικά τις επιχειρήσεις, παρατηρούν όμως μια δυσκολία στο να βρεθούν ταλαντούχα στελέχη ώστε να αξιοποιήσουν αυτές τις τεχνολογίες. Ειδικότερα, μία στις τρεις εταιρείες αναφέρει ότι δυσκολεύεται να βρει τους μηχανικούς υπολογιστών που χρειάζεται και μία στις τέσσερις αντιμετωπίζει πρόβλημα με την πρόσληψη εργαζομένων πρώτης γραμμής, ειδικά στη Βόρεια Αμερική.

Τέλος, η έρευνα της Bain αναδεικνύει ότι η αδυναμία εύρεσης ταλαντούχων στελεχών αποτελεί τη σημαντικότερη τροχοπέδη για εταιρείες που θέλουν να αναπτυχθούν στη Μέση Ανατολή, καθώς το 42% των εταιρειών δυσκολεύεται να βρει εργαζομένους πρώτης γραμμής ενώ το 33% δυσκολεύεται να βρει ταλέντα για να στελεχωθούν τα τμήματα πωλήσεων και marketing. Αντιθέτως, η εύρεση εργαζομένων πρώτης γραμμής είναι πολύ πιο εύκολη στη Λατινική Αμερική και την Ασία.