Για τον λόγο αυτό, η έκθεση αξιολογεί 178 χώρες με βάση τρεις δείκτες: το ΑΕΠ ανά άτομο σε τρέχουσες τιμές, το ΑΕΠ προσαρμοσμένο για διαφορές στο κόστος ζωής (PPP) και το ΑΕΠ προσαρμοσμένο τόσο για τιμές όσο και για ώρες εργασίας.
Η Ελβετία κατατάσσεται πρώτη με βάση το απλό κατά κεφαλήν εισόδημα, που υπερβαίνει τα 100.000 δολάρια ετησίως. Ωστόσο, καθώς πρόκειται για μία από τις πιο ακριβές χώρες παγκοσμίως, η αγοραστική δύναμη των κατοίκων της περιορίζεται σημαντικά.
Η μεθοδολογία της έκθεσης λαμβάνει υπόψη κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τις κατατάξεις. Σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία, όπου εργάζεται μικρό ποσοστό γυναικών, το κατά κεφαλήν εισόδημα ανά ώρα φαίνεται υψηλότερο, ενώ σε χώρες με πολύ νεαρό ή πολύ γηρασμένο πληθυσμό —όπως η Νιγηρία και η Ιταλία— το ενεργό εργατικό δυναμικό είναι περιορισμένο, διαμορφώνοντας διαφορετικά τη συνολική εικόνα.
Στον δείκτη που προσαρμόζει το εισόδημα για τοπικές τιμές, την πρωτιά παίρνει η Σιγκαπούρη. Όταν συνυπολογιστούν και οι ώρες εργασίας, η Νορβηγία αναδεικνύεται η πλουσιότερη χώρα για δεύτερη συνεχή χρονιά, με το Κατάρ και τη Δανία να ακολουθούν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το μέγεθος της οικονομίας τους, κατατάσσονται τέταρτες, έβδομες και έκτες στους αντίστοιχους δείκτες. Η Βρετανία εμφανίζεται χαμηλότερα: 19η σε ονομαστικούς όρους, 27η σε όρους αγοραστικής δύναμης και 25η με βάση τις ώρες εργασίας.
Μεγάλη έκπληξη της χρονιάς είναι η Γουιάνα, που ανέβηκε κατά μέσο όρο 17 θέσεις χάρη στην εκρηκτική αύξηση των εσόδων από πετρέλαιο, με αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν εισόδημα να αυξηθεί κατά 40% μέσα σε ένα έτος. Στην αντίθετη πλευρά, το Μπουρούντι κατατάσσεται τελευταίο, με το εισόδημα να αντιστοιχεί μόλις στο 0,15% του ελβετικού, ακόμη και μετά την προσαρμογή στο κόστος ζωής.
Η κατάταξη δεν περιλαμβάνει χώρες όπως το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία, λόγω στρεβλώσεων από διασυνοριακούς εργαζόμενους και πολυεθνικές εταιρείες που επηρεάζουν τα στατιστικά.