Σε Βέλγιο Δανία και Γερμανία τα περισσότερα νοικοκυριά υποαπασχολούνται
Σε Βέλγιο Δανία και Γερμανία τα περισσότερα νοικοκυριά υποαπασχολούνται

Σε Βέλγιο Δανία και Γερμανία τα περισσότερα νοικοκυριά υποαπασχολούνται

Share Copy Link
RE+D magazine
27.11.2025

Το 2024, το 7,9% των ατόμων κάτω των 65 ετών στην ΕΕ ζούσαν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Eurostat

Το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας καταγράφηκε στο Βέλγιο (11,4%), ακολουθούμενο από τη Δανία (10,6%) και τη Γερμανία (10,0%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Σλοβενία (3,5%), στο Λουξεμβούργο (3,9%) και στην Πολωνία (4,1%).

Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε σε 7,5%.

Ο δείκτης «άτομα που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας» (γνωστός και ως ποσοστό ατόμων που ζουν σε (σχεδόν) άνεργα νοικοκυριά) ορίζεται ως ο αριθμός των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριό όπου τα μέλη σε ηλικία εργασίας εργάστηκαν χρόνο ίσο ή μικρότερο από το 20% του συνολικού δυνητικού χρόνου εργασίας τους κατά το προηγούμενο έτος.

Η ένταση εργασίας ενός νοικοκυριού είναι ο λόγος μεταξύ του συνολικού αριθμού μηνών που όλα τα μέλη του νοικοκυριού σε ηλικία εργασίας εργάστηκαν κατά το έτος αναφοράς εισοδήματος και του συνολικού αριθμού μηνών που τα ίδια μέλη θεωρητικά θα μπορούσαν να είχαν εργαστεί την ίδια περίοδο.

Το συνολικό εργασιακό δυναμικό του νοικοκυριού είναι «ο συνολικός αριθμός μηνών που, θεωρητικά, θα μπορούσαν να είχαν εργαστεί οι ενήλικες του ίδιου νοικοκυριού». Οι μήνες εργασίας μετρώνται σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης: «Για άτομα που δήλωσαν ότι εργάστηκαν μερική απασχόληση, υπολογίζεται ένας εκτιμώμενος αριθμός μηνών σε όρους πλήρους απασχόλησης βάσει των ωρών που συνήθως εργάζονταν τη στιγμή της συνέντευξης».

Ο δείκτης «άτομα που ζουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας» ορίζεται ως «άτομα ηλικίας 0-64 ετών που ζουν σε νοικοκυριά όπου οι ενήλικες (ηλικίας 18-64, εξαιρουμένων των φοιτητών 18-24 ετών και των ατόμων που έχουν συνταξιοδοτηθεί σύμφωνα με το δηλωμένο τρέχον οικονομικό τους καθεστώς ή που λαμβάνουν οποιαδήποτε σύνταξη, εκτός της σύνταξης χηρείας, καθώς και άτομα ηλικίας 60-64 που είναι ανενεργά και ζουν σε νοικοκυριό όπου το κύριο εισόδημα είναι συντάξεις — εκτός σύνταξης χηρείας) εργάστηκαν λιγότερο από το 20% του συνολικού δυνητικού χρόνου εργασίας τους κατά τους προηγούμενους 12 μήνες». Νοικοκυριά που αποτελούνται μόνο από παιδιά, από φοιτητές κάτω των 25 ετών ή/και από άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εξαιρούνται από τον υπολογισμό του δείκτη.