Πού αγοράζουν κατοικίες οι πλούσιοι άραβες. Εναλλακτικές για μικρότερο budget
Πού αγοράζουν κατοικίες οι πλούσιοι άραβες. Εναλλακτικές για μικρότερο budget

Πού αγοράζουν κατοικίες οι πλούσιοι άραβες. Εναλλακτικές για μικρότερο budget

Τα άτομα με περιουσία $ 30 εκατ. ή περισσότερο στη Σαουδική Αραβία αυξήθηκαν κατά 17% το 2022 και προβλέπεται να αυξηθούν επιπλέον 10,4% το 2024.
Βάλια Πολίτη
03.11.2023

Σημαντικό μερίδιο των αγοραστών δεύτερης κατοικίας υψηλών προδιαγραφών διεκδικεί η Μέση Ανατολή, με τη Σαουδική Αραβία να κερδίζει το παγκόσμιο ενδιαφέρον της αγοράς ακινήτων εντός και εκτός των συνόρων. Με σημαντική αύξηση του ποσοστού των εξαιρετικά πλούσιων ατόμων στην περιοχή, αξιόλογο μέρος κεφαλαίων κατευθύνεται στη Γηραιά ήπειρο, εντός και εκτός της ΕΕ.

Σύμφωνα με το Wealth Report 2022 της εταιρείας Knight Frank, πολλοί από τους Ultra-High Net Worth Individuals του κόσμου σχεδιάζουν να αγοράσουν δεύτερες κατοικίες στη χώρα καταγωγής τους, με τη Μέση Ανατολή να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας. Από τις χώρες της περιοχής, η Σαουδική Αραβία έχει αναδειχθεί σε ηγέτη, όσον αφορά τον αριθμό των ιδιωτών εξαιρετικά υψηλής καθαρής αξίας (UHNWIs), με την αντίστοιχη έκθεση του 2023 να  αποκαλύπτει ότι οι Σαουδάραβες UHNWIs - άτομα με περιουσία $ 30 εκατ. ή περισσότερο - αυξήθηκαν κατά 17% το 2022 και προβλέπεται να αυξηθούν επιπλέον 10,4% το 2024.

Παρόλα αυτά, τη στιγμή που το Dubai αποτελεί μια δυναμική αγορά για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής και η Σαουδική Αραβία κινείται ταχύτατα προς τη δημιουργία μιας έντονα ανταγωνιστικής εναλλακτικής, πολλοί κάτοικοι της Μέσης Ανατολής συνεχίζουν να προτιμούν Ευρωπαϊκές χώρες για την αγορά εξοχικής κατοικίας.

Έτσι, μετά από μήνες αδράνειας λόγω πανδημίας, οι αγοραστές της Μέσης Ανατολής ξεκίνησαν και πάλι κινήσεις στη διεθνή αγορά ακινήτων – διεκδικώντας μερικά από τα πιο ακριβά ακίνητα της Ευρώπης. Από την κλασσική επιλογή του κεντρικού Λονδίνου έως τις ακριβές γειτονιές του Παρισιού και από τα γραφικά καταλύματα της Γαλλικής Ριβιέρας ως τα πιο περιζήτητα σαλέ των Ελβετικών Άλπεων, ο αραβικός κόσμος συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό μερίδιο της ευρωπαϊκής αγοράς δεύτερης κατοικίας.

Όπως δηλώνει ο κος Rahim Daya, Διευθύνοντα Σύμβουλο της ελβετικής Barclays Private Bank και επικεφαλής της Μέσης Ανατολής, τα προαναφερθέντα είναι τα κύρια hotspot ακινήτων που ιστορικά συγκέντρωναν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους πελάτες της περιοχής, ενώ οι εν λόγω αγοραστές συνεχίζουν να επηρεάζουν τη ζήτηση για ακίνητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Ελβετία.

Με τη χαλάρωση των ταξιδιωτικών περιορισμών που επέφερε ο COVID-19, πολλοί αγοραστές από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία επέστρεψαν σε αυτούς τους πολυτελείς θύλακες σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και το ενισχυμένο δολάριο των ΗΠΑ να τους προσφέρει επιπλέον οικονομικό πλεονέκτημα.


Ανταγωνιστικές αγορές και ευκαιρίες για “Golden Visa”

Ένας συχνός παράγοντας απόκτησης δεύτερης κατοικίας εκτός της χώρας του αγοραστή, είναι η διασφάλιση μακροχρόνιας παραμονής στη χώρα προορισμού, την οποία προσφέρουν τα προγράμματα διαμονής μέσω επενδύσεων – συχνά αναφερόμενα και ως “golden visa”. Τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτά τα προγράμματα συνήθως αποζητούν καλύτερες επιλογές τρόπου ζωής, ένα δεύτερο διαβατήριο που προσφέρει περισσότερες δυνατότητες ταξιδιών ή την ευκαιρία να ξεφύγουν από πολιτικά προβλήματα, οικονομικές αναταραχές ή συγκρούσεις. Από τους πλούσιους κατοίκους των Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας, μέχρι τους μετανάστες της Συρίας και του Λιβάνου, τα κίνητρα ποικίλουν κατ’ αναλογία της πραγματικότητας που επικρατεί στην εκάστοτε χώρα προέλευσης, και το εύρος είναι πράγματι μεγάλο.

Αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια, η ιδέα της “golden visa” έχει ξεπεράσει τα σύνορα του Καναδά, των ΗΠΑ και της ΕΕ και, πλέον, κερδίσει δημοτικότητα και στη Μέση Ανατολή. Νωρίτερα μέσα στο έτος, η Αίγυπτος διευκόλυνε περαιτέρω την απόκτηση Αιγυπτιακής υπηκοότητας μέσω επενδύσεων. Με τη σειρά τους, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προσφέρουν τη δυνατότητα χρυσής βίζας από το 2019, η Ιορδανία από το 2018 και το Μπαχρέιν από το 2022, ενώ το Κατάρ άρχισε να προσφέρει μεγαλύτερη προσωρινή διαμονή, ως αντάλλαγμα της ιδιοκτησίας ακινήτων. Και, φυσικά, η Σαουδική Αραβία ξεκίνησε ήδη την εφαρμογή ενός προγράμματος «premium residency».

Ο ακριβής αριθμός των ατόμων που υποβάλλουν αίτηση για “golden visa” δεν είναι εύκολα διαθέσιμος, αλλά υπάρχουν ορισμένα μοτίβα που δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Για παράδειγμα, οι επενδυτές της Μέσης Ανατολής κατατάσσονται μεταξύ των πιο ενεργών καταναλωτών αυτών των προγραμμάτων στον κόσμο, με ορισμένες χώρες υποδοχής να καταγράφουν πάνω από τα τρία τέταρτα όλων των αιτούντων με καταγωγή από την περιοχή.

Σύμφωνα με τον David Regueiro, σύμβουλο απόκτησης δεύτερης υπηκοότητας που δραστηριοποιείται στην περιοχή, επενδυτές από χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, το Μπαχρέιν, ο Λίβανος, η Συρία και το Ιράν είναι από τους πιο ενεργούς.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι περισσότεροι από τους μετανάστες επενδυτές είναι εύποροι, με καθαρή αξία κάπου μεταξύ $ 2 και $ 10 εκατ., αλλά περίπου το ένα τέταρτο από αυτούς διαθέτουν λιγότερα. «Επομένως, ενώ είναι αλήθεια ότι τα πλούσια άτομα ήταν από τους πιο δραστήριους επενδυτές, τα άτομα με μεσαίο εισόδημα δείχνουν ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον», καταλήγει.

Με την ευρωπαϊκή αγορά να γίνεται διαρκώς πιο απρόσιτη για άτομα με συγκεκριμένο προϋπολογισμό, η εν λόγω κατηγορία αγοραστών δεν μπορούν παρά να αναζητήσουν προσιτές εναλλακτικές λύσεις.

"Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πλέον που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τα παραδοσιακά προγράμματα διαμονής μέσω επενδύσεων", δηλώνει ο Jeremy Savory, επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων μετανάστευσης Savory & Partners με έδρα το Ντουμπάι. «Ίσως υπάρχει ένα κενό στην αγορά για όσους επενδυτές που ξεκινούν από 50.000 δολάρια, με σχετικά οφέλη».

Τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές χώρες καταργούν ή αυξάνουν τις προϋποθέσεις για τα προγράμματα διαμονής μέσω επενδύσεων, η Μέση Ανατολή κερδίζει έδαφος σε όσους ενδιαφέρονται να διασφαλίσουν άδειες παραμονής σε ξένες χώρες. Το εάν τα προγράμματα στη Μέση Ανατολή θα είναι πιο επιτυχημένα από αυτά της ΕΕ, θα φανεί στο μέλλον.