Σύμφωνα με την πρόσφατη ανάλυση της HSBC “Equity Insights” (καλοκαίρι του 2025) τα σημάδια οικονομικής κόπωσης είναι πλέον εμφανή και η βεβαιότητα γύρω από το δολάριο περιορισμένη, γεγονός που οδηγεί τους επενδυτές να στρέφουν την προσοχή τους σε εναλλακτικές αγορές.
Η Ευρώπη και οι αναδυόμενες αγορές, μετά από χρόνια περιθωριοποίησης, προβάλλουν ως υποσχόμενοι ανταγωνιστές. Οι μετοχές τους διαπραγματεύονται με σημαντικές εκπτώσεις σε σχέση με τις αμερικανικές, ενώ η μακροοικονομική εικόνα δείχνει σημάδια σταθεροποίησης και ανάκαμψης. Η μετάβαση από τις πολιτικές λιτότητας σε πιο ενεργητικές δημοσιονομικές πρωτοβουλίες, όπως οι μεγάλες δεσμεύσεις της Γερμανίας για επενδύσεις σε υποδομές και άμυνα, ενισχύουν το αφήγημα ότι η περιοχή διαθέτει πια ισχυρότερους μοχλούς ανάπτυξης. Αντίστοιχα, η Κίνα και η Λατινική Αμερική, με δείκτες τιμής προς κέρδη στο μισό περίπου των αμερικανικών, προσφέρουν σημαντικά περιθώρια για ανατίμηση, ιδιαίτερα σε κλάδους που ευνοούνται από διαρθρωτικές αλλαγές και πολιτικές στήριξης.
Παράλληλα, το τοπίο των επενδυτικών «παραγόντων» (factors) δείχνει να αλλάζει ριζικά. Στην προηγούμενη δεκαετία, η στρατηγική ήταν σχετικά απλή: τοποθέτηση σε μεγάλης κεφαλαιοποίησης αμερικανικές μετοχές ανάπτυξης και εκμετάλλευση της ορμής (momentum) τους. Σήμερα, όμως, η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Ηγεσία εμφανίζεται εναλλάξ ανάμεσα σε διαφορετικούς παράγοντες, με τους επενδυτές να εναλλάσσονται μεταξύ αμυντικής στάσης και αναζήτησης αποδόσεων μέσω μετοχών με ισχυρά κέρδη. Η αβεβαιότητα αυτή δείχνει πως οι αγορές βρίσκονται σε διαδικασία αναδιαμόρφωσης, με μεγαλύτερη σημασία στην επιλογή επιμέρους κλάδων, περιοχών και στυλ επένδυσης.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που αναδεικνύει η έκθεση είναι η σημασία των αποτιμήσεων. Ιστορικά, οι κύκλοι υπεραπόδοσης μιας γεωγραφικής περιοχής δεν επαναλαμβάνονται συνεχόμενα. Στη δεκαετία του 1980 πρωτοστάτησε η Ευρώπη, στη δεκαετία του 2000 οι αναδυόμενες αγορές και στη δεκαετία του 2010 οι Ηνωμένες Πολιτείες. Με τα τρέχοντα δεδομένα, το χάσμα αποτιμήσεων μεταξύ ΗΠΑ και υπολοίπου κόσμου βρίσκεται σε ακραία επίπεδα. Αυτό καθιστά πιθανή την επαναφορά (mean reversion), δηλαδή τη μερική τουλάχιστον επιστροφή των τιμών σε πιο φυσιολογικές αναλογίες. Για τον επενδυτή με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η ευκαιρία δεν έγκειται μόνο στην πιθανότητα ανατιμήσεων, αλλά και στο «carry» — στην απόδοση που μπορούν να αποφέρει μετοχές με ελκυστικές αποτιμήσεις ακόμη και αν δεν υπάρξει άμεση επανατιμολόγηση.
Αυτή η νέα πραγματικότητα σηματοδοτεί και την ανάγκη για αναθεώρηση του «εγχειριδίου» επενδύσεων. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν πια να στηρίζονται στο ίδιο μείγμα χαμηλών επιτοκίων, υπερβολικών δημοσιονομικών παρεμβάσεων και αέναης τεχνολογικής κερδοφορίας. Το υψηλό δημόσιο χρέος, η μεταβλητότητα στα ομόλογα και η πολιτική αβεβαιότητα περιορίζουν την ικανότητά τους να προσφέρουν το ίδιο περιβάλλον υπεραπόδοσης. Αντίθετα, οι υπόλοιπες περιοχές δείχνουν να παίρνουν τη σκυτάλη, με συνδυασμό δημοσιονομικής χαλάρωσης, επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς και βελτιούμενων δεικτών εμπιστοσύνης.
Η διαδρομή, βέβαια, δεν είναι γραμμική. Όπως τονίζουν οι αναλυτές, η διεύρυνση των αγορών φέτος συνοδεύτηκε από έντονη μεταβλητότητα και διαδοχικές ανατροπές στις αφηγήσεις. Αυτό υπογραμμίζει ότι οι επενδυτές πρέπει να παραμείνουν προσηλωμένοι σε διαρθρωτικά και θεμελιώδη κριτήρια, αποφεύγοντας την παγίδα της βραχυπρόθεσμης «θορυβώδους» ειδησεογραφίας. Η διεθνής διαφοροποίηση καθίσταται πιο σημαντική από ποτέ, καθώς η υπερβολική συγκέντρωση σε μια μόνο αγορά ενέχει τον κίνδυνο μεγάλων απωλειών όταν οι συνθήκες αλλάξουν.