Ο κατασκευαστικός τομέας στην Ευρώπη βρίσκεται σε φάση βαθιάς μετάβασης. Η αυξανόμενη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, οι σύνθετες αλυσίδες υπεργολαβιών και η εντεινόμενη πίεση για διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού και κοινωνικής συμμόρφωσης δημιουργούν νέες προκλήσεις για επιχειρήσεις, εργαζομένους και ελεγκτικές αρχές. Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη για αξιόπιστη, άμεση και διασυνοριακά προσβάσιμη πληροφόρηση σχετικά με τους εργαζομένους και τις εταιρείες καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ.
Οι λεγόμενες «κοινωνικές κάρτες ταυτότητας» (social ID cards) – ψηφιακές ή φυσικές – αναδεικνύονται ως ένα από τα πλέον υποσχόμενα εργαλεία για την ενίσχυση της διαφάνειας και της συμμόρφωσης. Περιλαμβάνουν επαληθευμένα στοιχεία για την ταυτότητα του εργαζομένου, τη σχέση εργασίας, την επαγγελματική κατάρτιση, την υγεία και ασφάλεια στην εργασία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την κοινωνική ασφάλιση.
Σήμερα λειτουργούν 18 διαφορετικά εθνικά συστήματα κοινωνικών καρτών σε 16 χώρες της ΕΕ και του ΕΟΧ, βασισμένα σε διαφορετικά νομικά πλαίσια, τεχνικές προδιαγραφές και πρακτικές ελέγχου. Η έλλειψη διαλειτουργικότητας περιορίζει σημαντικά την αποτελεσματικότητά τους, ιδιαίτερα σε έναν κλάδο με έντονη διασυνοριακή δραστηριότητα. Ακριβώς αυτό το κενό επιχείρησε να διερευνήσει το ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενο έργο SIDE-CIC, υπό την κοινή ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εργαζομένων στην Οικοδομή και το Ξύλο (EFBWW) και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Κατασκευαστικών Επιχειρήσεων (FIEC).
Γιατί η διαλειτουργικότητα είναι κρίσιμη
Οι νομικές και τεχνικές μελέτες σκοπιμότητας του SIDE-CIC καταλήγουν σε ένα σαφές συμπέρασμα: οι κοινωνικές κάρτες ταυτότητας αποτελούν ισχυρό εργαλείο για την προστασία των εργαζομένων, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και την ενίσχυση της θεμιτής ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, τα οφέλη τους περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά εντός των εθνικών συνόρων.
Για μια εταιρεία που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος-μέλος, για έναν επιθεωρητή εργασίας που ελέγχει αποσπασμένους εργαζομένους ή για μια αρχή κοινωνικής ασφάλισης, η επαλήθευση στοιχείων από άλλη χώρα είναι συχνά χρονοβόρα ή πρακτικά αδύνατη. Το αποτέλεσμα είναι αυξημένη γραφειοκρατία, κενά στην επιβολή της νομοθεσίας και άνισοι όροι ανταγωνισμού.
Η διαλειτουργικότητα – μέσω κοινών προτύπων, ασφαλών μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων ή μιας κοινής ψηφιακής πλατφόρμας – θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά το τοπίο. Θα επέτρεπε την άμεση επαλήθευση κρίσιμων πληροφοριών, όπως η ταυτότητα και η εργασιακή σχέση, η ισχύς της εκπαίδευσης σε θέματα υγείας και ασφάλειας, τα επαγγελματικά προσόντα ή τα έγγραφα απόσπασης. Παράλληλα, θα μείωνε το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες, διευκολύνοντας την πρόσβαση σε άλλες αγορές της ΕΕ.
Ένας κατακερματισμένος χάρτης με κοινά σημεία
Η χαρτογράφηση των υφιστάμενων συστημάτων αποκαλύπτει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Σε χώρες όπως η Γαλλία και η Σουηδία, τα συστήματα είναι υποχρεωτικά και ενσωματωμένα στους μηχανισμούς ελέγχου. Σε άλλες, βασίζονται σε εθελοντικά σχήματα που διαχειρίζονται ιδιωτικοί ή ημι-ιδιωτικοί φορείς. Διαφέρει επίσης το είδος και το εύρος των δεδομένων που συλλέγονται, καθώς και το ποιοι φορείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης.
Αυτές οι διαφορές καθιστούν δύσκολη την άμεση σύνδεση των συστημάτων. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι μελέτες, ο στόχος δεν είναι η πλήρης εναρμόνιση ή αντικατάσταση των εθνικών σχημάτων, αλλά η δημιουργία ενός πλαισίου που θα τους επιτρέπει να «επικοινωνούν» μεταξύ τους. Οι βέλτιστες πρακτικές που έχουν ήδη αναπτυχθεί σε ορισμένα κράτη-μέλη μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μια ευρωπαϊκή λύση.
Νομικά και τεχνικά εφικτή λύση
Από νομική άποψη, η διαλειτουργικότητα είναι εφικτή τόσο στο επίπεδο της ΕΕ όσο και των εθνικών νομοθεσιών, υπό την προϋπόθεση της πολιτικής βούλησης, της αναλογικότητας και της αυστηρής προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Οι μελέτες εξετάζουν διάφορα μοντέλα: από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες, έως τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου δεδομένων για τις κατασκευές, που θεωρείται η πιο βιώσιμη μακροπρόθεσμη λύση. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη συμβατότητα με ευρωπαϊκά εργαλεία όπως το ESSPASS και το Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Πορτοφόλι Ταυτότητας (EUDI Wallet).
Τεχνολογικά, το συμπέρασμα είναι εξίσου σαφές: η τεχνολογία υπάρχει και είναι ώριμη. Ένα πιλοτικό έργο μεταξύ Λιθουανίας και Φινλανδίας απέδειξε ότι η ανταλλαγή επαληθευμένων δεδομένων εργαζομένων σε πραγματικό χρόνο είναι απολύτως εφικτή. Το πραγματικό ζητούμενο είναι η οργάνωση, η διακυβέρνηση και η οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων.