Ωστόσο, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη έκθεση της Moody's η ίδια αυτή ανάπτυξη δημιουργεί αυξανόμενες πιέσεις στις ενεργειακές υποδομές, στο κόστος κατασκευής και στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, τα θεμελιώδη μεγέθη του κλάδου παραμένουν ισχυρά, παρά τις αυξημένες κεφαλαιουχικές δαπάνες και τις επιχειρησιακές προκλήσεις. Ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης δοκιμάζει σε μεγάλο βαθμό τα όρια του παγκόσμιου ενεργειακού και κατασκευαστικού δυναμικού.
Η ταχεία ανάπτυξη των hyperscale data centres – των τεράστιων υποδομών που εξυπηρετούν τους τεχνολογικούς κολοσσούς – αποτελεί τον κύριο μοχλό αυτής της έκρηξης. Το μεγαλύτερο μέρος των νέων εγκαταστάσεων αφορά σε υποδομές προσαρμοσμένες στις ανάγκες της AI, με αρχιτεκτονική βασισμένη σε GPU, που απαιτεί πολλαπλάσια ισχύ και ψύξη σε σχέση με τα παραδοσιακά κέντρα δεδομένων.
Πολλά από αυτά τα έργα είναι προμισθωμένα σε οικονομικά ισχυρούς ομίλους, γεγονός που περιορίζει τον επενδυτικό κίνδυνο, όμως, το κόστος αυξάνεται ραγδαία λόγω των ενεργειακών απαιτήσεων. Όπως σημειώνει αναλυτής της Moody’s, «το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολύ χαμηλότερο από το κόστος των ίδιων των data centres και του υπολογιστικού εξοπλισμού που φιλοξενούν».
Για να καλύψουν τη ζήτηση, οι hyperscalers επενδύουν σε γιγαντιαίες ενεργειακές εγκαταστάσεις, με χωρητικότητα που φθάνει ακόμη και τα 5 GW. Έργα όπως το data centre των 2 GW της Meta στη Λουιζιάνα και το σύμπλεγμα των 5,6 GW στο Wonder Valley του Καναδά δείχνουν την τάση μεταφοράς των υποδομών κοντά σε φθηνές περιοχές αναπτυσσόμενες σε πηγές ενέργειας.
"Φρένο" στην ανάπτυξη
Η καθυστέρηση στη διασύνδεση με τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας καθιστά ορισμένες περιοχές λιγότερο ελκυστικές για νέες επενδύσεις, αναφέρει η Moody's οδηγώντας τους hyperscalers να "παγώσουν" ή να καθυστερήσουν έργα που βρίσκονται στα πρώτα στάδια ανάπτυξης. Παρ' όλα αυτά, τα συγκεκριμένα έργα δεν θεωρούνται υψηλού πιστωτικού κινδύνου, καθώς τα αρχικά κόστη – που καλύπτονται κυρίως από τους ίδιους τους επενδυτές – αποτελούν μικρό ποσοστό της συνολικής δαπάνης.
Η αγορά δείχνει σημάδια εξορθολογισμού, με λιγότερες αγορές γης, περιορισμό αιτημάτων ισχύος και επενδύσεις σε αναβαθμίσεις υπαρχόντων εγκαταστάσεων. Σύμφωνα με τους αναλυτές οι στρατηγικές διαφέρουν: άλλοι τεχνολογικοί κολοσσοί επιλέγουν να μισθώνουν χωρητικότητα για να εξυπηρετήσουν τις μελλοντικές ανάγκες τους, ενώ άλλοι συνεχίζουν να κατασκευάζουν τις δικές τους υποδομές. Μικρότερες εταιρείες τεχνολογίας, χωρίς την οικονομική δύναμη των hyperscalers, προτιμούν να ενοικιάζουν χώρο και GPUs από εξειδικευμένους παρόχους colocation, αποφεύγοντας τις τεράστιες επενδύσεις σε πάγια.
Οι κίνδυνοι των Developers
Για τις εταιρείες αξιοποίησης ακινήτων, η νέα εποχή των AI data centres συνεπάγεται σημαντικούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Οι απαιτήσεις για επενδύσεις είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με προηγούμενες τεχνολογικές μεταβάσεις, όπως το cloud ή το 5G, ενώ η αβεβαιότητα γύρω από τις μελλοντικές ανάγκες υπολογιστικής ισχύος δυσχεραίνει τον προγραμματισμό. Οι εγκαταστάσεις που σχεδιάζονται για έναν μόνο μεγάλο πελάτη ενδέχεται να καταστούν άχρηστες μετά τη λήξη των συμβολαίων μίσθωσης (10–15 έτη), απαιτώντας δαπανηρές αναβαθμίσεις. Παράλληλα, η λήξη φορολογικών κινήτρων θα μπορούσε να αυξήσει τα κόστη για τους ενοικιαστές, επηρεάζοντας τις αποφάσεις ανανέωσης. Σύμφωνα με την ανάλυση η αιφνίδια εμφάνιση της κινεζικής startup DeepSeek, που εκπαίδευσε ισχυρό AI μοντέλο με λιγότερο προηγμένα chips, δείχνει τον κίνδυνο τεχνολογικής απαξίωσης. Τα νέα hyperscale data centres πρέπει να υποστηρίζουν πολύ υψηλές πυκνότητες ισχύος — πάνω από 200 kW ανά rack, με ορισμένα να προσεγγίζουν το 1–5 MW, χάρη στα νεότερα GPUs της NVIDIA.
Προοπτικές
Η άνοδος των δασμών από τις ΗΠΑ και των γεωπολιτικών εντάσεων επηρεάζει αρνητικά τις εφοδιαστικές αλυσίδες, προκαλώντας καθυστερήσεις και αύξηση κόστους. Οι τιμές του χάλυβα και των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων αυξάνονται, οδηγώντας σε αναπροσαρμογές συμβολαίων και παρατάσεις χρονοδιαγραμμάτων.
Παρά τις προκλήσεις, οι αναλυτές αναμένουν ότι η ζήτηση θα συνεχίσει να αυξάνεται, με ετήσιους ρυθμούς από 5% έως και 20% έως το 2028, ανάλογα με τον ρυθμό ανάπτυξης νέων ενεργειακών υποδομών.
Η επόμενη φάση ανάπτυξης θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του κλάδου να εξισορροπήσει την ταχύτητα επέκτασης με τη βιωσιμότητα. Καθώς η τεχνητή νοημοσύνη απαιτεί ολοένα περισσότερη ενέργεια και κεφάλαια, η παγκόσμια αγορά data centres εισέρχεται σε μια εποχή όπου η καινοτομία, η ενεργειακή επάρκεια και η χρηματοοικονομική πειθαρχία θα καθορίσουν τους νικητές και τους ηττημένους.