Τα δύο πρόσωπα του Ιανού

Τα δύο πρόσωπα του Ιανού

08.02.2023

Τη μεγαλύτερη συμβολή στην ανάπτυξη του 2021 και των πρώτων τριμήνων του 2022 είχε η ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών, η οποία αποτελεί περίπου το 70% του ελληνικού ΑΕΠ, έναντι 52% στην ευρωζώνη.

Τους πρώτους εννέα μήνες του 2022 η ιδιωτική κατανάλωση κατέγραψε ρυθμό ανόδου 9,5%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 και συνέβαλε κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες στην άνοδο του ΑΕΠ, παρά τη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με βασική κινητήρια δύναμη την αυξημένη καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών δημιουργεί, ωστόσο, ορισμένες εύλογες ανησυχίες και προβληματισμούς.

Ο υπέρμετρος δυναμισμός της κατανάλωσης των νοικοκυριών τα τελευταία τρίμηνα δεν φαίνεται να είναι διατηρήσιμος για μεγάλο διάστημα, καθώς στηρίχθηκε κυρίως σε έκτακτους παράγοντες (συμπιεσμένη ζήτηση και ανάγκη για αναψυχή κ.ά.), που όχι μόνο δεν υφίστανται πλέον, αλλά έχουν μάλλον αντιστραφεί. Αντανακλά κυρίως την ικανοποίηση της αναβληθείσας κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Επιπλέον, η ιδιωτική κατανάλωση σταδιακά στερείται τις βασικές πηγές χρηματοδότησής της, που ήταν η δημιουργία πρωτογενών ελλειμμάτων και η αναγκαστική αποταμίευση των νοικοκυριών κατά την περίοδο των περιορισμών που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας.

Πράγματι, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης έχει ήδη αντιστραφεί σε ελαφρώς συσταλτική μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων και αναμένεται να είναι πιο περιοριστική τα επόμενα έτη, ενώ το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών γίνεται όλο και πιο αρνητικό μετά το γ’ τρίμηνο του 2021. Επισημαίνεται ακόμα ότι η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών τα τελευταία δύο έτη δεν ήταν κοινωνικά δίκαιη.

Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν το 2021 τις δαπάνες τους κατά 2,6%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%. Ταυτόχρονα, οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών, ιδίως στα αγαθά με ανελαστική ζήτηση, έχουν αρνητικές διανεμητικές επιδράσεις, πλήττοντας περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία δαπανούν σχετικά υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε είδη διατροφής και ενέργεια. Καθώς όμως τα φτωχότερα νοικοκυριά έχουν υψηλότερη (οριακή) ροπή για κατανάλωση σε σχέση με τα πλουσιότερα, η άνιση διεύρυνση της καταναλωτικής δαπάνης έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται ο δυναμισμός της συνολικής κατανάλωσης και συνεπώς του ΑΕΠ.

Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών σε περιόδους έντονων πληθωριστικών πιέσεων είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να στηρίξει την ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών και μέσω αυτής την πολυπόθητη ανάπτυξη. Με βάση τις διαθέσιμες εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, τα ελληνικά νοικοκυριά αναμένεται την τριετία 2022-24 να χάσουν περίπου το 20% της αγοραστικής τους δύναμης εξαιτίας της δραματικής αύξησης των τιμών.

Η απώλεια αυτή θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη για τα φτωχότερα νοικοκυριά. Μία πρώτη ένδειξη των απωλειών αυτών προκύπτει από τα πιο πρόσφατα στοιχεία των τριμηνιαίων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών των θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 4,7% το πρώτο εξάμηνο του 2022. Η ήδη καταγεγραμμένη και η αναμενόμενη για τα επόμενα τρίμηνα σημαντική απώλεια της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών δυσχεραίνουν τη διατήρηση του δυναμισμού της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η στήριξη των πραγματικών εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών είναι ζωτικής σημασίας για την ισχυρή, βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.

Ιδιαίτερο προβληματισμό δημιουργεί η ισχυρή διασύνδεση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών με τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών και την πρόσφατη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 7,5 δισ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 και διαμορφώθηκε σε 17,5 δισ. ευρώ. Η αύξηση του ελλείμματος οφείλεται κυρίως στη μεγάλη αύξηση των εισαγωγών, κατά 43,6% σε τρέχουσες τιμές ή 18,8% σε σταθερές τιμές, έναντι μικρότερης αύξησης των εξαγωγών (37,0% και 4,2% αντίστοιχα).

Ενα μέρος της αύξησης του ελλείμματος και των εισαγωγών το 2022 οφείλεται στις αυξημένες τιμές των καυσίμων (φυσικό αέριο, πετρελαιοειδή κ.λπ.). Σε απόλυτους όρους το επίπεδο των εισαγωγών αγαθών έφτασε τα 85,1 δισ. ευρώ το ενδεκάμηνο του 2022 (έναντι 49,1 δισ. ευρώ για τις εξαγωγές). Η αύξηση των εισαγωγών, κυρίως λόγω της σημαντικής ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και των επενδύσεων και της θετικής πορείας της βιομηχανικής παραγωγής, συνέβαλε αρνητικά στη μεταβολή του ΑΕΠ. Το θέμα αυτό αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν δει κανείς την πορεία του ισοζυγίου πληρωμών. Με βάση όλες τις εκτιμήσεις, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα προσεγγίσει τα 20 δισ. ευρώ για το σύνολο του 2022 (περίπου 10% του ΑΕΠ). Ανάλογα δυσμενείς είναι όλες οι προβλέψεις και για τα δύο επόμενα έτη, παρά την ευνοϊκή επίδραση που μπορεί να έχει η αναμενόμενη αποκλιμάκωση στις τιμές των καυσίμων.

Συνοψίζοντας, η πρόσφατη ανάκαμψη είναι ευπρόσδεκτη, αναδεικνύει όμως το ένα πρόσωπο του Ιανού. Υπάρχει ωστόσο και το άλλο, αυτό της διεύρυνσης του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών που, εκτός των άλλων, τροφοδοτείται από τον δυναμισμό της ιδιωτικής κατανάλωσης.

πηγή: efsyn.gr