Επενδύοντας στη ψηφιακή οικονομία: η Ελληνική εκδοχή

Επενδύοντας στη ψηφιακή οικονομία: η Ελληνική εκδοχή

Digital transformation, innovation hubs, industry 4.0, mega data, IoT, AI, εμπλουτίζουν το καθημερινό λεξιλόγιο φέρνοντας κύματα ενθουσιασμού, ανυπομονησίας αλλά και δυσπιστίας. Ταυτόχρονα, τα ΜΜΕ βομβαρδίζουν το αναγνωστικό κοινό με άρθρα για τις επιδόσεις του δημόσιου φορέα στο ψηφιακό μετασχηματισμό και τις αλλαγές που έχουν αρχίσει να συντελούνται στην καθημερινή ζωή από τις αναθεωρητικές τεχνολογίες (disruptive technologies).
16.06.2021

 Καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός για νέες ιδέες και προϊόντα, ωφελούνται οι συνεργατικές δομές και οι κόμβοι καινοτομίας που παρέχουν τις κατάλληλες συνθήκες ζύμωσης της πληροφορίας, συνεργατικότητας και εκμετάλλευσης νέων ιδεών. Την ίδια ώρα, όλο και περισσότερες κυβερνήσεις ανακοινώνουν φιλόδοξα οικονομικά και αναπτυξιακά προγράμματα με βασικό βραχίονα το ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και την προσέλκυση έξυπνων επενδύσεων.

Όμως, πόσο εύκολο είναι μικρομεσαίες οικονομίες όπως η Ελλάδα με κάποια ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά αλλά και προερχόμενη από μία δεκαετή αυστηρή λιτότητα και οπισθοχώρηση των βασικών οικονομικών μεγεθών λόγω Covid-19, με ανεμικές επενδύσεις σε υποδομές και τεχνολογία, με μικρές δυνατότητες χρηματοδότησης και ένα πληθυσμό που γερνάει να διεκδικήσουν μία θέση στις ισχυρότερες ψηφιακές οικονομίες, να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα των τοπικών κοινωνιών και να υπερφαλαγγίσουν  χρόνιες αγκυλώσεις και νοοτροπίες που αποτελούν βαρίδια σε ένα αυξανόμενης μεταβλητότητας περιβάλλον; Δεδομένου ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός  απαιτεί την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου τεχνολογικού, οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, για να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα πρέπει να εξεταστεί το σημείο εκκίνησης και οι ιδιαίτερες συνθήκες της Ελληνικής κοινωνίας, να καθοριστεί η απόσταση που απαιτείται να διανύσει ώστε να φτάσει σε ένα υπολογίσιμο ανταγωνιστικά επίπεδο.

Η απουσία κατάλληλης κουλτούρας στον παραγωγικό τομέα που να ευνοεί την ταχεία ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και μορφών εργασίας καθώς και η μακρόχρονη αποεπένδυση είχαν ως αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια τη στασιμότητα ή και μείωση της παραγωγικότητας.



Έκθεση Πισσαρίδη: ΕU KLEMS

Σύμφωνα με την IMD, το 2020 η Ελλάδα καταλάμβανε την 46η θέση μεταξύ 63 χωρών με βάση την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα.




Σύμφωνα με το Bloomberg, η Ελλάδα βρίσκεται στην 30η θέση των πιο καινοτόμων οικονομιών του πλανήτη, χωρίς όμως κάποια αξιοσημείωτη επίδοση σε κάποιο τομέα (ec.europe.eu), με την Αθήνα στην 62η θέση και τη Θεσσαλονίκη στην 244η ως προς τη χρήση της καινοτομίας (Innovation Cities Program 2018). Οι χαμηλές επιδόσεις στην ψηφιακή καινοτομία φαίνονται και από το γεγονός ότι το 2020 στην Ελλάδα  δραστηριοποιούνταν 11 Συνεργατικοί Σχηματισμοί Καινοτομίας (ΣΣΚ) όταν στην Ιταλία είχαν καταγραφεί 81, στην Πολωνία 61, στη Σερβία 25 και Τουρκία 27 (European cluster collaboration platform).




Regional Innovation Scoreboard

Οι χρόνιες παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας και η έλλειψη μακρόχρονης στρατηγικής στην ενσωμάτωση της τεχνολογίας στο παραγωγικό μοντέλο έχουν ως αποτέλεσμα τη μη ουσιαστική αξιοποίηση των ούτως ή άλλως ισχνών επενδύσεων σε τεχνολογίες αιχμής που κατά καιρούς παρουσιάζονται. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η πολυδιαφημιζόμενη πιλοτική επένδυση του ομίλου VW στην πράσινη οικονομία και πιο συγκεκριμένα στον τομέα της ηλεκτροκίνησης στο νησί της Αστυπάλαιας, που όμως δεν μπορεί παρά να έχει πολύ περιορισμένα οφέλη, αποτελώντας μέρος ενός πειράματος χωρίς Ελληνική προστιθέμενη αξία τόσο σε ερευνητικό επίπεδο όσο και στη δημιουργία νέων υπηρεσιών ευρείας κλίμακας.

Η ύπαρξη Data Centers και 5G επικοινωνιών αποτελούν τις πιο σημαντικές υποδομές στην 4η βιομηχανική εποχή. Παρότι υπάρχει μία αυξανόμενη κινητικότητα για τον επαναπατρισμό δεδομένων και την αποθήκευσή τους σε Ελληνικό έδαφος, ο αριθμός και όγκος των Data Centers στην Ελλάδα που εξυπηρετούν το δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις είναι πολύ μικρός, 12 στην Ελλάδα σε σύγκριση με 125 στην Ιταλία, 24 στη Βουλγαρία και 33 στην Τουρκία (Cloudscene). Η σχεδιαζόμενη επένδυση σε Data Centers από τη Microsoft στην Ελλάδα για την κάλυψη των αναγκών των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και ελπιδοφόρες ειδήσεις καθώς λόγω της δυναμικής αυτού του είδους των επενδύσεων στις τοπικές κοινωνίες (ripple effect), μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τον ταχύτερο ψηφιακό μετασχηματισμό της Ελληνικής οικονομίας. Τέτοιες κινήσεις, συνήθως συνοδεύονται από παράλληλες επενδύσεις στην τεχνολογία (δίκτυα οπτικών ινών, 5G,  innovation clusters), την εκπαίδευση σε εξειδικευμένους τομείς, τη δημιουργία χρηματοοικονομικών και επενδυτικών εργαλείων, φορολογικών κινήτρων και προώθηση της χρήσης και επεξεργασίας δεδομένων από τις διοικήσεις των επιχειρήσεων.

Καταλαμβάνοντας την 27η θέση μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ στις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες (DESI Index 2019), και την τελευταία θέση στη διαλειτουργικότητα μεταξύ των υπηρεσιών, ο δημόσιος τομέας αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα ανάσχεσης της επιχειρηματικότητας.  Στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον ο δημόσιος τομέας από χαμηλών αντανακλαστικών και υψηλής γραφειοκρατίας φορέα είναι απαραίτητο να μετατραπεί σε αρωγό του μετασχηματισμού των επιχειρήσεων και την επέκτασή τους σε νέες αγορές.


  


EIF Toolbox: Προώθηση της διαλειτουργικότητας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο

Σε αυτή την κατεύθυνση έχει ολοκληρωθεί η χάραξη της εθνικής ψηφιακής στρατηγικής του δημόσιου τομέα και η οποία αποτυπώνεται στη Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού (ΒΨΜ), βασιζόμενη στις αρχές της ψηφιακής διακυβέρνησης σύμφωνα με την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ. Ενσωματώνοντας έναν αριθμό από βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, η ΒΨΜ προβλέπει πλήθος έργων για τους φορείς του δημοσίου, την εκπαίδευση, τη διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Ελληνικής κοινωνίας. Υπηρεσίες, διαδικασίες και πρακτικές σχεδιασμένες σε εποχές πολύ πριν την εμφάνιση των ΗΥ επαναξιολογούνται, απλοποιούνται ή αντικατασταθούνται με στόχο τη διαφάνεια, την πάταξη της διαφθοράς και την επίτευξη υψηλού επιπέδου υπηρεσιών. Η χρήση του Προσωπικού Αριθμού (ΠΑ) για την ταυτοποίηση και συνδιαλλαγή των πολιτών και των οικονομικών οντοτήτων με το δημόσιο, η ενιαία ψηφιακή πύλη παροχής υπηρεσιών  (gov.gr) και η ψηφιακή διασύνδεση του δημοσίου τομέα με τις επιχειρήσεις αναμένεται να μειώσει σε σημαντικό βαθμό τη γραφειοκρατία.

Ο εκσυγχρονισμός του δημοσίου με τη χρήση των ψηφιακών δυνατοτήτων που δίνει η σημερινή τεχνολογία, παρότι διαταράχθηκε σοβαρά τον τελευταίο χρόνο για την ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση του Covid-19, φαίνεται ότι βρίσκει ξανά βηματισμό. Έχοντας υπόψη ότι την ερχόμενη πενταετία θα πορευόμαστε στην εποχή της industry 5.0, είναι απαραίτητη η τήρηση ενός σφιχτού χρονοδιαγράμματος υλοποίησης τουλάχιστον των δράσεων με πολλαπλασιαστικό και αναθεωρητικό αντίκτυπο (Disruptive Technology). Ταυτόχρονα, η κεντρική διοίκηση που με οδηγό Ευρωπαϊκά εργαλεία όπως τα RIS3 strategy & S3P platform, EIF toolbox, EULF Blueprint v4 και το ΕΙΤ δίκτυο καινοτόμων κέντρων πρέπει να προχωρήσει σε ακόμη ποιο τολμηρά βήματα και με ταχύτερους ρυθμούς υιοθετώντας ένα νέο πιο ευέλικτο και ελκυστικό σχήμα που θα περιλαμβάνει τη δημιουργία κεντρικού καταλόγου δημόσιων δεδομένων (data.gov.gr), την χρήση δεδομένων Νέφους Ανοικτής Επιστήμης (EOSC), πιο αποδοτικές και προσωποποιημένες υπηρεσίες σε ολόκληρη την επικράτεια, την ψηφιακή ανάπτυξη των υπηρεσιών (IoS), των υποδομών (ΙοΤ) και των πολιτών (IoP), κάνοντας πράξη τις  Έξυπνες πόλεις (smart cities) και Έξυπνες Αγροτικές περιοχές και χωριά (Smart Rural Areas & Smart Villages).

Η πλήρης εκμετάλλευσή του ψηφιακού δημόσιου τομέα προϋποθέτει την ταυτόχρονη αλλαγή του τρόπου διοίκησης, πρακτικών και υπηρεσιών, με γνώμονα την πελατοκεντρική νοοτροπία, υποστηριζόμενη από ταχεία αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων των δημοσίων υπαλλήλων και την ύπαρξη ενός στρατηγικού σχεδίου στοχευμένης ενημέρωσης και εκπαίδευσης των πολιτών στις νέες δυνατότητες που προσφέρουν οι ψηφιακές υπηρεσίες.

Στο δημοσιονομικό τομέα το σχέδιο ανάπτυξης της έκθεσης Πισσαρίδη αποτελεί την πυξίδα για την ανάπτυξη της Ελληνική οικονομίας. Καθώς όμως μέρος των περιγραφόμενων δράσεων έχει μεσοπρόθεσμους στόχους των οποίων τα αποτελέσματα δεν είναι ορατά κατά τη διάρκεια της παρούσας κυβερνητικής θητείας και υπό το βάρος του πολιτικού κόστους από την εφαρμογή τους,  από τη σημερινή κυβέρνηση έχει υιοθετηθεί μέρος μόνο των δράσεων, καταγράφοντας σαφώς και τα όρια της ταχύτητας προσαρμογής της Ελληνικής κοινωνίας για δομικές αλλαγές αντιλήψεων και πρακτικών, απαραίτητες για το ψηφιακό μετασχηματισμό της Ελληνικής κοινωνίας. Στηριζόμενο στην έκθεση Πισσαρίδη, το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και βιωσιμότητας που πρόσφατα ανακοινώθηκε (Greece 2.0), πέραν της εξασφάλισης επιπλέον ρευστότητας €30,5 δισεκατομμυρίων για ένα διάστημα έξι ετών και την ανασυγκρότηση της οικονομίας, στοχεύει και σε δύο πολύ σημαντικούς τομείς, την περαιτέρω υποστήριξη και επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της Ελληνικής κοινωνίας και την επαναφορά σημαντικών ιδιωτικών επενδύσεων στην πραγματική οικονομία μέσω ισχυρών κινήτρων και ΣΔΙΤ.

Στον τομέα της παιδείας, η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση υποφέρουν από υποχρηματοδότηση και απαρχαιωμένα συστήματα διδασκαλίας που χαίρουν χαμηλής εκτίμησης από τον γενικό πληθυσμό για το έργο που προσφέρουν. Σε μία κοινωνία που παραδοσιακά δίνει μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, η παιδεία πρέπει να αναβαθμιστεί ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις της έξυπνης κοινωνίας (smart society). H ευρεία χρήση διαδραστικών μορφών μάθησης και εισαγωγής τεχνικών STEM δίνουν τη δυνατότητα στους μαθητές από μικρή ηλικία να εξασκούν τις ικανότητές τους στη δημιουργικότητα, τη συνεργασία στην επίλυση προβλημάτων και κοινωνική ευαισθησία, δεξιότητες κλειδιά στην κοινωνία των επερχόμενων ετών.

Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αποτελεί το σημαντικότερο φορέα στη δημιουργία ενός πληθυσμού με ανταγωνιστικές δεξιότητες στο χώρο της παραγωγής, υπάρχουν πάγιες ποιοτικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την ευρωζώνη, καταγράφοντας σημαντική υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης ανά προπτυχιακό φοιτητή φτάνοντας στο 22%  του μέσου όρου των φοιτητών της ΕΕ, με ταυτόχρονη υποχρηματοδότηση και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με 10% στην Ελλάδα σε σχέση με 29% στην ΕΕ (Eurostat). Η εικόνα είναι  χειρότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ το παραγόμενο επίπεδο δεξιοτήτων των προπτυχιακών φοιτητών στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με το κόστος απόκτησής τους.




Επίσης, το μικρό ποσοστό μεταπτυχιακών φοιτητών και η επικέντρωση στον εκπαιδευτικό τομέα υποβαθμίζοντας το πεδίο της έρευνας έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του Ελληνικού αποτυπώματος στην έρευνα και καινοτομία. 




Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε να κεφαλοποιήσει την σε γενικές γραμμές πετυχημένη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας Covid-19, καθώς δεν εξασφάλισε ούτε μία Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για καινοτόμες επιχειρήσεις με στόχο την καταπολέμηση του Covid-19 και την παλινόρθωση της Ευρώπης από την πανδημία (αξίζει να σημειωθεί ότι από τις 705 χρηματοδοτήσεις από το Εuropean Innovation Council, χρηματοδοτήθηκαν 61 καινοτόμες εταιρίες από το Ισραήλ, 8 από την Πολωνία και 2 από την Τουρκία). Εν μέρει αυτό οφείλεται στη φυγή μέρους αξιόλογων επιστημόνων σε ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού. Όμως οι ποιο σημαντικοί λόγοι είναι η ισχνή χρηματοδότηση των ερευνητικών προγραμμάτων, η απουσία οικονομικών και φορολογικών κινήτρων για εφαρμοσμένη έρευνα, η αποσύνδεση του παραγωγικού τομέα από τα κέντρα τεχνολογίας και η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού στην έρευνα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της παραγωγής.

Ακόμη και η φυγή ταλέντων (brain drain), με τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα για την Ελληνική καινοτομία. Αυτό είναι δυνατόν αν η ΓΓΕΤ, που έχει την πλήρη εικόνα του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, καταγράφει και παρακολουθεί το Ελληνικό ερευνητικό δυναμικό που δραστηριοποιείται σε επιστημονικά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα και εταιρίες υψηλής τεχνολογίας στο εξωτερικό με στόχο τη δημιουργία γεφυρών επικοινωνίας με την εγχώρια επιστημονική κοινότητα. Αντί της παλινόστησης των Ελλήνων του εξωτερικού, προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η ισότιμη συμμετοχή των ντόπιων επιστημονικών μονάδων σε διεθνή ερευνητικά προγράμματα, η χρηματοδότηση προγραμμάτων καινοτομίας στην Ελλάδα, η μεταφορά τεχνογνωσίας, η ενδυνάμωση του Ελληνικού brand name στο χώρο της καινοτομίας.

Η παραπάνω στρατηγική θα αξιοποιήσει και το εγχώριο επιστημονικό δυναμικό που προς το παρόν δεν έχει την απαιτούμενη ποιότητα και ευρύτητα. Μετά από δέκα χρόνια κρίσης με το μεγαλύτερο μέρος των νέων επιστημόνων να καρκινοβατεί μεταξύ ανεργίας και υποαπασχόλησης, υπάρχει έλλειψη γνώσεων αιχμής  και εμπειριών, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και από τους αντίστοιχους δείκτες στην ικανότητα του εργατικού δυναμικού για την επίλυση προβλημάτων που απαιτούν ευρεία χρήση της τεχνολογίας.




H δεξαμενή του μη αξιοποιημένου δυναμικού μπορεί να μετατραπεί σε συγκριτικό πλεονέκτημα με τη συμβολή των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και τις δυνατότητες χρηματοδότησης στη διά βίου μάθηση που παρέχεται από την ΕΕ. Με την κατάρτιση υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε στοχευμένα επιστημονικά παιδία αιχμής όπου υπάρχει επιβεβαιωμένη έλλειψη (ανάλυσης βάσεων δεδομένων, διοίκησης και επικοινωνίας νεοφυών επιχειρήσεων κλπ.) μπορεί να διαμορφωθεί η κατάλληλη μάζα άριστα εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού που θα στελεχώσει τα καινοτόμα τμήματα των επιχειρήσεων (στρατηγική "ICT excellence").

Ταυτόχρονα, η δια βίου μάθηση μέσω της Ψηφιακή Ακαδημίας Πολιτών (όπως προβλέπεται από τη ΒΨΜ) σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν είναι μόνο ωφέλιμη για την αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας αλλά απαραίτητη για την αποφυγή ανισοτήτων και εργαζομένων δύο ταχυτήτων. Το κράτος σε μία δημοκρατική κοινωνία έχει την υποχρέωση να καλλιεργήσει σε ολόκληρο το ηλικιακό φάσμα των πολιτών μία νοοτροπία θέλησης συνεχόμενης μάθησης στη χρήση των νέων τεχνολογιών και υπηρεσιών.

Παρ’ ότι σχεδόν καθημερινά εμφανίζονται στα ΜΜΕ άρθρα με νεοφυείς επιχειρήσεις που εξασφαλίζουν χρηματοδοτήσεις ή εξαγοράζονται από εταιρείες του εξωτερικού, η αλήθεια είναι ότι υπάρχει σημαντική λειψυδρία νεοφυών επιχειρήσεων  στον Ελληνικό χώρο. Τα κύρια ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι πως θα προσελκυσθούν νεοφυείς επιχειρήσεις, πως θα δημιουργηθούν νέες, πως θα συνδεθούν με ερευνητικά κέντρα και με παραγωγικές μονάδες ώστε οι καρποί της εργασίας τους να αξιοποιηθούν επιχειρηματικά και να συμβάλουν αποφασιστικά στην αύξηση υψηλής ειδίκευσης θέσεων εργασίας και τη μείωση της ανεργίας.




Η ΒΨΜ προβλέπει τη σύσταση μίας δημόσιας συμβουλευτικής υπηρεσίας που θα προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες και καθοδήγηση σε επενδυτικές πρωτοβουλίες, νεοφυείς επιχειρήσεις και σε ερευνητικά ιδρύματα για το υφιστάμενο νομικό και φορολογικό δίκαιο, χρηματοοικονομικές δυνατότητες στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαύλους επικοινωνίας με Ελληνικά και διεθνή ερευνητικά κέντρα. Η ύπαρξή της όμως δεν εγγυάται την αποτελεσματικότητά της. Η επιτυχία μίας τέτοιας υπηρεσίας εξαρτάται από το πόσο φιλική και εξόχως δραστήρια προς τους πελάτες της θα είναι, εφαρμόζοντας επιθετικά πελατοκεντρικές υπηρεσίες, ενεργώντας ως άτυπος συνεργάτης των επιχειρήσεων, παίρνοντας ακόμη και ρόλο μεσολαβητή στις επαφές με το δημόσιο και τους επαγγελματικούς φορείς.

Στο τομέα των υποδομών, πέρα από την ταχεία δράση για να καταστούν αξιόπιστες οι χρόνια υποχρηματοδοτούμενες  κρίσιμες υποδομές (ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ, ηλεκτροκίνηση σιδηροδρομικού δικτύου κλπ), είναι απαραίτητη η εμπροσθοβαρής επένδυση τόσο από το κράτος όσο και από ιδιωτικούς φορείς στους τομείς τεχνολογίας αιχμής: υπερυπολογιστών (το υπάρχον υπερυπολογιστό σύστημα ARIS αδυνατεί να καλύψει εδώ και αρκετό καιρό τις ανάγκες των δημόσιων υπηρεσιών, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων), της υποστήριξης Κέντρου Υπερυπολογιστικών Δεξιοτήτων και των συμπλεγμάτων καινοτομίας (innovation clusters), επιτρέποντας τη συνύπαρξη νεοφυών επιχειρήσεων με ερευνητικές ομάδες μεγαλύτερων εταιριών, χρηματοδοτικών συμβούλων, συμβούλων επικοινωνίας και της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Πρόσφατα ανακοινώθηκε η δημιουργία του πρώτου κόμβου καινοτομίας (Πολιτεία Καινοτομίας) στην Αθήνα με χορηγό την πολιτεία και στόχο την προώθηση της καινοτομίας. Ταυτόχρονα με την υλοποίησή του πρέπει να υπάρξει και κάποιος φορέας (πιθανότατα η ΓΓΕΚ) που σε συνεργασία με τους υπάρχοντες κόμβους καινοτομίας (innovation hubs),  να αναλάβει συντονιστικό ρόλο στον αναπτυξιακό σχεδιασμό τους, την επιχειρηματική, νομική και επιστημονική υποστήριξή τους και την προώθηση του “Digital Greecebrand name, καθώς ο κυριότερος στόχος  είναι τα καινοτόμα προϊόντα να απευθύνονται όχι μόνο στο ευρωπαϊκό κοινό των πεντακοσίων εκατομμυρίων πολιτών αλλά και στην ευρύτερη παγκόσμια αγορά.

Ο φορέας αυτός θα είναι σε επικοινωνία με ένα διεθνές δίκτυο συνεργατών όπως το Enterprise Europe Network (EEN) αποτελώντας το συνδετικό κρίκο με διεθνή κέντρα καιοτομίας, με νεοφυείς επιχειρήσεις, χρηματοδοτικά σχήματα (Digital Europe programme ,Horizon Europe, Connecting Europe Facility (CEF2) Digital, EquiFund, VC funds, angel investors), τον παραγωγικό τομέα, το δημόσιο, επιστημονικούς φορείς και ερευνητικά κέντρα και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Τέλος, στον τομέα της δικαιοσύνης πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα τα θέματα της ταχύτητας επίλυσης νομικών διαφορών και της προώθησης κατάλληλων εργαλείων που θα διευκολύνουν τις νομικές πράξεις μεταξύ των εταιριών (επενδύσεις, συγχωνεύσεις, συνεργασίες κλπ).




Ταυτόχρονα, πολύ σημαντική θα είναι η σύσταση ενός συμβουλευτικού φορέα που θα προσφέρει νομικές υπηρεσίες στις νεοφυείς επιχειρήσεις. Η λειτουργία μίας τέτοιας εξειδικευμένης συμβουλευτικής υπηρεσίας είναι πολύτιμη  στην προστασία της παραγόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Αντίστοιχα, οι νεοφυείς επιχειρήσεις και οι συνεργατικοί σχηματισμοί θα ωφεληθούν από την εξοικονόμηση πολύτιμων εργατοωρών και κεφαλαίων σε μη παραγωγικές δραστηριότητες και την ελαχιστοποίηση της τριβής τους με τις υπηρεσίες του δημοσίου.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός ενός κράτους αποτελεί μία πολύπλοκη, δαπανηρή και πολλές φορές με κοινωνικές συγκρούσεις διαδικασία  που απαιτεί τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας στο σύνολό της. Καθώς παγιωμένες αντιλήψεις υπόκεινται σε αναθεώρηση (ο ρόλος των ερευνητικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, το κράτος ως αρωγός στο επιχειρείν, η φορολογική μεταρρύθμιση κλπ), απαιτείται ευρεία πολιτική συναίνεση και έντιμη εις βάθος ενημέρωση των πολιτών όχι τόσο για τα πλεονεκτήματα της αλλά για τους κινδύνους που ενέχει η μη πραγματοποίησή της. Ο ρόλος του κράτους είναι καίριος καθώς με τις κατάλληλες πολιτικές και στρατηγικές ανάπτυξης πρέπει να επενδύσει σε τομείς με πολλαπλασιαστική αξία στην ευέλικτη και πελατοκεντρική δημόσια διοίκηση, στην υψηλή ειδίκευση, έξυπνες υποδομές, στη στήριξη ICT οικοσυστημάτων, τη δικτύωση καινοτόμων μονάδων, τη διάχυση της τεχνολογίας στην οικονομία και τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για επενδύσεις.